- συσσώματος
- συσσώμ-ᾰτος, ὁ,A fellow-slave, Supp.Epigr.6.721 (Pamphylia, συνς-).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συσσώματος — ὁ, Α δούλος συγχρόνως με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σώματος (< σῶμα, σώματος), πρβλ. εν σώματος] … Dictionary of Greek